- υστερόβουλος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που σκέφτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία (βλ. λ.), ανειλικρινής, υποκριτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υστερόβουλος — η, ο, Ν αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής. επίρρ... υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως,… … Dictionary of Greek
οπισθόβουλος — η, ο 1. αυτός που ενεργεί με οπισθοβουλία, υστερόβουλος 2. (για ενέργειες) αυτός που ενέχει υστεροβουλία. επίρρ... οπισθοβούλως με οπισθοβουλία, υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βουλος (< βουλή «σκέψη»), πρβλ. υστερό βουλος. Η λ.… … Dictionary of Greek
πονηροκόλαξ — ακος, ὁ, Μ πονηρός, υστερόβουλος, κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + κόλαξ (πρβλ. μαλακο κόλαξ)] … Dictionary of Greek
υπολογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος 3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» ο υπολογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
υστεροβούλως — και υστερόβουλα Ν επίρρ. βλ. υστερόβουλος … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
υπολογιστής — ο θηλ. ίστρια 1. λογιστικός υπάλληλος κατώτερος από το λογιστή, βοηθητικός λογιστής. 2. «ηλεκτρονικός υπολογιστής», συσκευή που μπορεί να δεχτεί δεδομένα σε κατάλληλη κωδικοποιημένη μορφή, να τα επεξεργαστεί και να παράγει τις ζητούμενες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπολογιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τον υπολογισμό ή τον υπολογιστή (βλ. λ.): Υπολογιστικές μηχανές (μηχανές για την εκτέλεση των τεσσάρων απλών πράξεων της αριθμητικής). 2. το αρσ. ως ουσ., υπολογιστικός άνθρωπος υστερόβουλος, υπολογιστής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)